- χτυπητήρι
- και κτυπητήρι, το, Ν1. εργαλείο για την ανατάραξη αβγών και άλλων υλικών στη μαγειρική και στη ζαχαροπλαστική2. εργαλείο για το ξεσκόνισμα χαλιών, κλινοσκεπασμάτων, υφασμάτων3. ρόπτρο θύρας.[ΕΤΥΜΟΛ. < χτυπώ / κτυπώ + κατάλ. -τήρι (πρβλ. ξυπνη-τήρι)].
Dictionary of Greek. 2013.